- ἀρνίς
- ἀρνίς, ίδος, ἡ, festival at Argos, in which dogs were slain, Conon 19; cf. ἀρνηΐς.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Αρνίς — Γιορτή των αρχαίων Ελλήνων προς τιμήν του Λίνου, γιου του Απόλλωνα από Αργεία μητέρα, που κατασπαράχτηκε από σκύλους όταν ήταν παιδί. Ο Απόλλων είχε τιμωρήσει την πόλη με λοιμό και τότε εκείνοι καθιέρωσαν την Α., γιορτή εξιλασμού και καθαρμού,… … Dictionary of Greek
ἀρνί — ἀρνίς fem voc sg ἀρνός masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρνίδα — ἀρνίς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)